ἁψικορία

ἁψικορία
ἁψῐ-κορία, ,
A rapid satiety, Plb.14.1.4, Plu.2.504d, Andronic.Rhod.p.572M.; fickleness,

δίχα ὕβρεως καὶ ἁ. PLond.5.1711

(vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁψικορία — ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc/acc dual ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψικορία — η (Α ἁψικορία) [αψίκορος] 1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα 2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών …   Dictionary of Greek

  • ἁψικορίας — ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem acc pl ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικορίαν — ἁψικορίᾱν , ἁψικορία rapid satiety fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”